υποτλάω

υποτλάω
Μ
υποφέρω, υφίσταμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ. ενός ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. ὑπέτλην και που έχει σχηματιστεί < ὑπ(ο)-* + -τλάω (< θ. τλᾱ- / τλη-, που ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα *τελᾱ- τού επιθ. τάλας* με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”